μετοπωρινόν

μετοπωρινόν
μετοπωρινός
autumnal
masc acc sg
μετοπωρινός
autumnal
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μετοπωρινός — μετοπωρινός, ή, όν (ΑΜ) [μετόπωρον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φθινόπωρο, ο φθινοπωρινός 2. (το ουδ. ως επίρρ.) μετοπωρινόν κατά την περίοδο τού φθινοπώρου …   Dictionary of Greek

  • ομβρώ — (I) ὀμβρῶ, έω (Α) [όμβρος] 1. παρέχω βροχή, βρέχω («μετοπωρινὸν ὀμβρήσαντος Ζηνός», Ησίοδ.) 2. υγραίνω, δροσίζω 3. δίνω κάτι με αφθονία («πηγᾶς γάλακτος ὀμβρῆσαι ἐν μαστοῑς», Φίλ.) 4. (ως τριτοπρόσ.) ὀμβρεῑ (κατά τον Ησύχ.) «ἀκμάζει, ὑπερισχύει,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”